συγκαταβιώ

συγκαταβιώ
-όω, Α
ζω με κάτι ή μαζί με άλλον («ή κακία τοῑς πολλοίς συγκαταβιοῑ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καταβιῶ «περνώ τη ζωή μου, διαβιώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”